ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Το Σάββατο, πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα, γιορτάζουμε την «Έγερση» του φίλου του Χριστού, του Λάζαρου.
«Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους…»
Ο φόβος και ο τρόμος για όσα είδε και γνώρισε στον άλλο κόσμο, στον Άδη, άφησαν στην ψυχή του Λάζαρου βαθιά σημάδια που, όπως λέει η παράδοση, μετά την Ανάστασή του δε γέλασε παρά μόνο μια φορά, όταν είδε στο παζάρι κάποιον χωρικό να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά. «Βρε, τον ταλαίπωρο», είπε. «Για κοίταξέ τον πώς φεύγει με την κλεμμένη στάμνα! Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και η στάμνα. Το ένα χώμα κλέβει τ' άλλο. Είναι να γελάν και οι πικραμένοι» και χαμογέλασε.
Το έθιμο του «Λάζαρου» εορτάζονταν την παραμονή της γιορτής του, την Παρασκευή, με αγερμικές εκδηλώσεις των παιδιών, που τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι, «το Λάζαρο», για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους.
Τα κάλαντα του Λάζαρου συνοδεύονταν από κυπριά, μεγάλα και μικρά με μονό και διπλό γλωσσίδι, που τα προμηθεύονταν τα παιδιά από τους τσελιγκάδες του χωριού και από νοικοκυραίους που είχαν πολλά γίδια. Με μεγάλη προθυμία τους τα έδιναν για ν’ ακουστούν στο «Λάζαρο» και χαίρονταν και καμάρωναν όταν τους τα επέστρεφαν και τους έλεγαν ότι όλοι τα «κοίταζαν και τα θαύμαζαν».
Ένα παιδί της παρέας κρατούσε το καλάθι, όπου έβαζε τα αβγά που τους έδιναν οι νοικοκυρές. Πριν ξεκινήσουν από το σπίτι του αρχηγού έβαζαν μέσα στο καλάθι ένα αβγό το «φώλι». Κρατούσαν στα χέρια τους και από ένα σκόπι (μαγκούρα) για να χτυπούν τα σκυλιά αλλά και για να το χτυπούν στο σανιδένιο πάτωμα και να κρατάν το ρυθμό.
Σε κάθε σπίτι ρωτούσαν τους νοικοκυραίους: «να πούμε το Λάζαρο;» και σε καταφατική απάντηση ξαναρωτούσαν ποιο τραγούδι επιθυμούσαν και έλεγαν τα κάλαντα του Λάζαρου ανάλογα με την επιθυμία του νοικοκύρη, χτυπώντας ρυθμικά τα κυπριά που τα είχαν καλά στερεωμένα σε μια μικρή ορθογώνια σανίδα. Άλλοι ήθελαν να ακούσουν το «Καλώς μας ηύρε ο Λάζαρος», άλλοι «Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια» κι άλλοι δεν είχαν ιδιαίτερη προτίμηση. Ο συγχωρεμένος, ο Βαγγέλη Γιώτης, ήθελε να ακούει το «Σήμερα μαύρος ουρανός…» και όση ώρα το έλεγαν τα παιδιά και χτυπούσαν τις «κυπρέλες» ρυθμικά και λυπητερά, αυτός έκλαιγε και σταυροκοπιόταν.
Γύριζαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι. Μόνο στα σπίτια των λυπημένων δεν πήγαιναν. Άρχιζαν χαράματα και νύχτωναν στου «Γκρέμυθα», ή στου «Μπαρκανά». Τραγουδούσαν το «Λάζαρο» και οι νοικοκυρές τούς έδιναν αβγά, λεφτά και ό,τι άλλο είχαν. Πάντα όλοι οι νοικοκυραίοι κάτι έβρισκαν να δώσουν.
Το βράδυ που τελείωναν όλα τα σπίτια κάθονταν και μοίραζαν τ’ αβγά και τα χρήματα.
Σήμερα το σχολείο έκλεισε και μαθητές δεν υπάρχουν για να μας πουν το «Λάζαρο» και του «Χριστού τα Πάθη». Οι νέοι μας δεν έχουν παρόμοια βιώματα και ακούσματα. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει, οι κοινωνίες έχουν γίνει πολιτισμικές και μερικά από τα έθιμα έχουν αποκτήσει συμβολικό χαρακτήρα για την οικοδόμηση και μόνο των τοπικών ταυτοτήτων.
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αρτοπούλας «ο Άγιος Κοσμάς» με σκοπό τη διάσωση και διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, για να μη χαθούν τα ίχνη των προγόνων μας και τα δικά μας βήματα, τύπωσε και μοιράζει δωρεάν ένα μικρό βιβλιαράκι με τα τραγούδια του Λάζαρου και ελπίζει ότι θα τα θυμηθούν οι μεγαλύτεροι και θα διηγηθούν στα παιδιά και τα εγγόνια τους ιστορίες και γεγονότα από εκείνες τις δικές τους εποχές αλλά και θα τους μάθουν τη μελωδία και τον «ήχο» των τραγουδιών του Λάζαρου.
ΗΡΘΕ Ο ΛΑΖΑΡΟΣ
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια.
Ήρθε κι ο Χριστός από τη Βηθανία.
Μάρθα, φώναξε, Μάρθα, Μαρία!
-Μάρθα, πού ‘ναι ο Λάζαρος, ο αδερφός σου
και ο φίλος ο δικός μου;
Ο Λάζαρος απέθανε, τριήμερος ετάφη,
τετραήμερος αποθαμένος
και με τους νεκρούς ανταμωμένος.
ΚΑΛΙΩΡΑ - ΚΑΛΙΩΡΙΤΣΑ
Καλιώρα, καλιωρίτσα, καλή βραδιά μας ήρθε.
Ήρθε, ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός από τη Βηθανία,
Κλαίει η Μάρθα κι η Μαρία.
-Μάρθα, πού ’ναι ο Λάζαρος, πού είναι ο αδερφός σου;
-Ο Λάζαρος απέθανε κι αποθαμένος είναι.
Ξεκίνησαν και πήγαιναν πεντάμορφες γυναίκες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, οι τέσσερις αντάμα.
Στρατί στρατί επήγαιναν, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τις έβγαλε μες στου ληστή τις πόρτες.
-Ανοίξτε πόρτες του ληστή και πόρτες του Πιλάτου.
Κι οι πόρτες, απ’ το φόβο τους ανοίξαν μοναχές τους.
Κοιτούν δεξιά, κοιτούν ζερβιά, κανέναν δε γνωρίζουν.
Κοιτούν και πιο δεξιότερα, γνωρίζουν τον Αϊ – Γιάννη.
-Αϊ – Γιάννη, Αϊ – Γιάννη Πρόδρομε, πού είν’ ο Λάζαρός μας;
-Ο Λάζαρος απέθανε κι αποθαμένος είναι.
Τρεις μέρες έχει ο τάφος του πολύ καλά κλεισμένος.
Και ο Χριστός πλησίασε κοντά στην ταφοπέτρα.
-Λάζαρε σήκω και έβγα εις τον κόσμο τον επάνω.
Κι ο Λάζαρος πετάχτ’κε ’πο μέσα ’πο τον τάφο.
Είχε τα χέρια του σφιχτά, στη μέση του δεμένα
Κι ένα πανί ολόλευκο σκέπαζε το κορμί του.
-Λάζαρε, σήκω γρήγορα κι έβγα ’πο τον τάφο!
Κι ο Λάζαρος σηκώθηκε και βγήκε ’πο τον τάφο.
ΚΟΥΤΣΚΟ ΚΟΥΤΣΚΟ ΛΑΖΑΡΕ
Κούτσκο κούτσκο Λάζαρε
και κούτσκο πιτσιρίκι.
Δος μου ένα αβγό
να πάω σπίτι.
Δος μου κι άλλο ένα
να πάρουμε απ’ ένα.
Κούτσκο κούτσκο Λάζαρε
και κούτσκο πιτσιρίκι.
Δος μου το κόκο μου
να πάω σπίτι.
(Αν δεν τους έδινε η νοικοκυρά αβγό, μόλις ξεμάκραιναν από το σπίτι έλεγαν)
Μωρή τσουκνίδα μαλλιαρή
κι ασφάκα γρετζελιάρα,
γιατί δε μου ’δωσες τ’ αβγό,
μωρή παλιοτσιρλιάρα!
ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «ΑΓΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ»
Καλό είναι τ’ «Άγιος ο Θεός, καλό ’ναι κι ας το πούμε.
Όποιος το λέει χαίρεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει.
Κι όποιος το καλοαφουγκραστεί, παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λειτουργιά και Μέγα Μοναστήρι.
Ψηλούν, ψηλούν οι άγγελοι, ψηλούν κι οι Αποστόλοι.
Ψηλό είναι και τα’ Άγιος ο Θεός, ψηλή κι η Τιμιωτέρα.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφο.
Εκεί δέντρος δεν ήτανε και δέντρος φανερώθη.
Ο δέντρος ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία.
Κι εκείν’ τα φύλλα που ’πεφταν ήταν οι μάρτυρές του.
Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν τα Πάθη του Χριστού μας.
-Χριστέ μου, ποιος σε σταύρωσε και είσαι σταυρωμένος;
-Οι άνομοι, παράνομοι και τρισκαταραμένοι.
Εδώ που τραγουδήσαμε, εφέτος και του χρόνου
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βγούμε,
με τ’ άσπρα, με τα κόκκινα και με τα λουλουδάτα.
ΣΗΜΕΡΑ ΜΑΥΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπιούνται.
Σήμερα κάνουνε βουλή οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι, παράνομοι κι οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να βγει σε περιβόλι,
να κάνει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.
Στο Φαραώ κι αν έστειλαν τρία καρφιά να φτιάξει.
Κι εκείνος ο παράνομος και τρισκαταραμένος,
βαρεί και κάνει τέσσερα, βαρεί και φτιάχνει πέντε.
-Εσύ, Φαραέ, που τα ’φτιαξες να ’ρθεις να διατάξεις.
-Εγώ αυτού δεν έρχομαι κι απέδω διατάζω:
Βάλτε τα δυο στα χέρια του και δύο στα ποδάρια,
το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδούλα,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η ψυχούλα.
Η Παναγιά σαν τα ’κουσε πέφτει, λιγοθυμάει.
Στάμνες νερό της ρίξανε και δυο κανάτες μόσχο,
για να της έρθει ο λογισμός και ήρθε στα λογικά της.
Ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει.
Και μια φωνούλα ακούστηκε απ’ του Χριστού τον Τάφο:
-Μανούλα μου, μη σφάζεσαι, σφάζονται οι μάνες όλες.
Μανούλα, μη γκρεμίζεσαι, γκρεμίζονται οι μάνες όλες.
Κάνε, μανούλα, υπομονή, να κάνουν κι οι μάνες όλες.
ΣΗΜΕΡΑ ΜΑΥΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ (ΕΤΕΡΟΝ)
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπιούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι παράνομοι και τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να βγει σε περιβόλι,
να κάνει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι.
Τον σύλλαβαν, τον έπιασαν και στο χαλκιά τον πάνε.
-Χαλκιά, χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια.
Κι αυτός ο τρισκατάρατος βαρεί και φτιάνει πέντε.
Εσύ, χαλκιά, που τα ’φτιαξες να ’ρθεις να μας διατάξεις.
-Τα δυο, τα δυο στα χέρια του, τα δυο, τα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδούλα.
Το στόμα αίμα γέμισε, τα χείλια του φαρμάκι.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Γιακώβου η μάνα
και του Λαζάρου η αδερφή και η Παναγία πέντε.
Πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τ’ς έβγαλε στην πόρτα του Πιλάτου.
-Άνοιξε πόρτα του Ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα απ’ το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβιά κανέναν δε γνωρίζει.
Κοιτάει και πιο δεξιότερα γνωρίζει τον Αγιάννη.
-Αγιάννη, Αγιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστά του Γιου μου,
μην είδες τον Υγιόκα μου και το Διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να στο πω, γλώσσα να σου μιλήσω.
Δεν έσω χειροκάλαμο να σου τον υποδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραγυμνωμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτυγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι.
Εκείνος είναι ο Γιόκας σου και ο Διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε πέφτει λιποθυμάει.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κλωνάρια μόσχο,
Για να της έρθει ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Χαλεύει ποτάμι να πνιγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
χαλεύει μαχαίρι δίκοπο, για να κοπεί στη μέση.
Ο Κύριος απάντησε από τη σταύρωσή Του:
-Μανούλα μου μη σφάζεσαι, σφάζονται οι μάνες όλες,
σφάζονται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Το Μέγα Σάββατο βραδίς, της δώδεκα η ώρα,
που ’χουν οι χριστιανοί Λαμπρή, που ’χουν χαρά μεγάλη.
Τότε κι εσύ μανούλα μου θα ’χεις χαρά μεγάλη.
Τότε κι εγώ θ’ αναστηθώ στους ουρανούς θα πάω.
ΚΑΛΩΣ ΜΑΣ ΗΥΡΕ Ο ΛΑΖΑΡΟΣ
Καλώς μας ηύρε ο Λάζαρος εφέτος και του χρόνου.
Και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά, καλόκαρδοι να βγούμε.
Με τ’ άσπρα με τα κόκκινα και με τα λουλουδάτα.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφο,
Εκεί δέντρος δεν ήτανε, δέντρος εφανερώθη.
Ο δέντρος ήταν ο Χριστός και η ρίζα η Παναγία
κι αυτά τα λιανοκλώναρα ήταν οι Αποστόλοι
κι αυτά τα φύλλα που ’πεφταν ήταν οι μάρτυρές του,
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη,
τα πάθη του Λαζάρου.
Ο Λάζαρος απέθανε εδώ και τόσα χρόνια
κι απόψε αναστήθηκε και περπατεί στις πόρτες.
ΣΗΜΕΡΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
Σήμερα έρχεται ο Χριστός,
Ο επουράνιος Θεός,
Απ’ την πόλη Βηθανία
Μετά κλάδους και Βαϊα.
Βγάτε σας παρακαλούμε
Για να σας διηγηθούμε
Για να μάθετε τι εγίνει
Σήμερα στην Παλαιστίνη
Εις την πόλη Βηθανία
Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρον τον αδελφό τους
Τον γλυκύ καρδιακό τους
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
Και τον εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την Τετάρτη
Κίνησε ο Χριστός
Για να ’ρθει.
Βγήκε τότε η Μαρία,
Έξω από τη Βηθανία
Και εμπρός γονυκλινεί
Και τους πόδας του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου,
Δε θα πέθαιν’ ο αδερφός μας
Και ο φίλος ο δικό Σου.
Μα και τώρα εγώ πιστεύω
Και πολύ καλά το ξέρω
Ότι δύνασαι, αν θελήσεις
Λάζαρο να ξαναστήσεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία,
Άγομεν εις τα μνημεία.
Τότε ο Χριστός δακρύζει
Και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, τάρταρε και χάρε,
Λάζαρον θέλω σου πάρει,
Φίλτατον κι αγαπητόν μου
Και γλυκύν καρδιακόν μου.
Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου,
Φίλτατε κι αγαπητέ μου.
Κι ευθύς απελυτρώθη,
Ανεστήθη κι εσηκώθη,
Ζωντανός, σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Τότε η Μάρθα κι η Μαρία,
τότε κι όλη η Βηθανία.
Δόξα τω Θεώ φωνάζουν
και το Λάζαρο εξετάζουν.
-Πες μας, Λάζαρε, τι είδες
εις τον Άδη όπου πήγες.
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδιάς και των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον,
της καρδούλας μου το λέω
και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να 'ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνια πολλά να ζήσει,
να ζήσει χρόνια εκατό
και να τα ξεπεράσει.