ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ
ΚΑΤΑΜΑΧΗΣ
Το μοναστήρι της Καταμάχης (Γενέθλια της Θεοτόκου) ανεγέρθηκε το 1830 όπως φαίνεται από τη χρονολογία που υπάρχει στο εξωτερικό υπέρθυρο του ναού.
«Η ονομασία του μοναστηριού, από το ρ. καταμάχομαι “πολεμώ με μανία εναντίον κάποιου”» (Κώστα Ευ. Οικονόμου. Τα Οικωνύμια του Νομού Ιωαννίνων. Έκδοση Νομαρχιακής Αυτόδιοίκησης Ιωαννίνων. Ιωάννινα 2003, σελ. 91)
Αιώνες όμως πριν ήταν χτισμένο στη θέση «Αι-Γιάννης» όπου σήμερα το εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη και το 1611 καταστράφηκε από τον Οσμάν Πασά (Βλ. Δημ. Καμαρούλια. Τα Μοναστήρια της Ηπείρου. Εκδόσεις Μπαστάς-Πλέσσας. Αθήναι 1997. Τόμος Α΄, σελ. 41, Πρβλ. Πάνου Τζιόβα. Η Μονή Διχουνίου. Έκδοση Δήμου Μολοσσών. Ιωάννινα 2002, σελ. 13 ).
Στη θέση «Βούρλο» που βρίσκεται ΒΑ από το εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη υπάρχει Αρχαιολογικός χώρος - νεκροταφείο (ΥΑ 15794/19-12-1961 - ΦΕΚ 35/Β/2-2-1962).
«Πλούσιο μοναστήρι, με χωράφια, γιδοπρόβατα, γελάδια, μελίσσια κ.ά.» (Δημ. Καμαρούλια, ό.π., σελ. 484).
Από τα δεκάδες γελάδια, εκατοντάδες μελίσσια και χιλιάδες γιδοπρόβατα, είχαν απομείνει το 1924 μόνο 10 γελάδια, 25 μελίσσια και 300 γιδοπρόβατα.
Επί τουρκοκρατίας, το μοναστήρι, πλήρωνε το δάσκαλο της Αρτοπούλας κάθε χρόνο με 12 χρυσές τούρκικες λίρες, 12 οκάδες αλατισμένο τυρί και 6 οκάδες λιωμένο βούτυρο. Μοίραζε επίσης 400-500 οκάδες καλαμπόκι σε φτωχές οικογένειες των γύρω χωριών.
Πρώτος ηγούμενος ήταν ο Γουρνάρης από το Ασπροχώρι και έπειτα ο Παρθένιος από τους Παπαδάτες, ο Χρυσόστομος από τα Μηλιανά και τελευταίος ο Παπαθανάσης από το Ζωτικό. (Σπ. Μουσελίμη. Η Λάκκα του Μπότσαρη. Γιάννινα 1976, σελ. 66).
Το 1918 τοποτηρητής του μοναστηριού ήταν ο Οικονόμου Αθανάσιος και επόπτης ο ιερέας του διπλανού χωριού, της Γράσδανης.
Στις αρχές του 1950 έμενε στο μοναστήρι δόκιμη καλόγρια, η Κωνσταντίνα Παπαγεωργίου, η οποία μετά πήγε στην Ιερά Μονή Διχουνίου και το 1955 μετατέθηκε στη Μονή Τσούκας. (Π. Τζιόβα, ό.π. σελ. 141).
«Για λίγον καιρό (1960) έμενε στο μοναστήρι καλόγρια η Κωστούλα από τις Μπαουσιούς» (Σπ. Μουσελίμης, ό.π. σελ. 66).
«Την ημέρα που γιόρταζε το Μοναστήρι έστρωναν οι καλόγεροι τραπέζι για όλους. Έτρωγε και γλένταγε ο κόσμος και πήγαινε το τουφεκίδι, άλλο πράμα. Έρχονταν και κανένας πραματευτής με καμιά παραμάνα, κανένα σπάγκο, ράμματα, ψίχα λουλάκι και κάτι τέτοια. Αγόραζαν τα παιδάκια καμιά φογέρα ή καμιά σιουρίχτρα και έπαιζαν. Έπαιρναν και κανένα ζαχαράτο για να φάνε.
Οι μεγάλοι έπιναν ρακί, τσίπουρο, κούμαρο ή δαμάσκηνο. Έρχονταν και καμιά ζυγιά όργανα και χόρευαν δυο και τρεις μέρες.
Πολλοί το ’καναν τάμα και έζωναν την εκκλησία της Παναγίας με μια ή τρεις γύρες αγνό κερί…» (Ν. Λιόλιου. Τι είδα και τι άκουσα στο χωριό μου. Αθήνα 1983, σελ. 228).
Το μοναστήρι γνώρισε κατά καιρούς την αδιαφορία των υπευθύνων, τις καταστροφικές επισκευές των μη ειδικών, τη λεηλασία των αρχαιοκάπηλων και την ανασκαφή της αυλής από τους αναζητητές του «κρυμμένου θησαυρού».
Σήμερα βλέπουμε μια προσπάθεια αποκατάστασης του ναού και αναστήλωσης των κελιών του μοναστηριού, που γίνεται με τη συνεργασία και τη βοήθεια των αρμόδιων υπηρεσιών και των ειδικών, αλλά με τη δύσκολη οικονομική συγκυρία που περνάμε φαίνεται ότι θα περάσουν αρκετά χρόνια για να δούμε το τελικό αποτέλεσμα που όλοι επιθυ-μούμε.